- θυσάνων
- θύσανοςtasselmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυσανόμορφος — η, ο (ηλεκτρ.) με μορφή θυσάνων («θυσανόμορφη εκκένωση» ηλεκτρική εκκένωση που εκπέμπεται με μορφή φωτεινών θυσάνων). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, ποικιλόμορφος] … Dictionary of Greek
θωρακικά — (thorαcicα). Τάξη θαλασσινών θυσανόποδων καρκινοειδών. Περιλαμβάνει ζώα που έχουν χάσει την ικανότητα να κολυμπούν και ζουν κολλημένα σε σκληρές επιφάνειες, πάνω σε βράχους, στις αποβάθρες, στα συντρίμμια ναυαγίων, στους εξωσκελετούς άλλων… … Dictionary of Greek